ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να διηγούνται περιστατικά της ζωής τους που  εχουν βιώσει, ειδικά όταν αυτά εμπεριέχουν ανεξήγητες καταστάσεις, και ακόμα πιο πολύ όταν μοιάζουν με θαύματα, πόσο μάλλον, όταν πιστεύουν ότι είναι πραγματικά θαύματα.
Μια ιστορία θα σας διηγηθώ, που την άκουσα να την λέει πολλές φορές ο Νικόλας Τσαγγαρίδης, σημάδι ότι πιστεύει απολύτως ότι εσυνέβη πραγματικά, και δεν ήταν στο όνειρο ή στην φαντασία του.
Ήταν μέσα στην κάμαρη μόνος και ξάπλωνε στο κρεβάτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα γύρω στις 5, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω ήταν κακοκαιρία και φυσούσε  δυνατός αέρας με αποτέλεσμα σε κάποια στιγμή να ανοίξουν τα ξώφυλλα του παραθυριού. Τα άκουσε να χτυπούν, και ως να ξύπνησε, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό, είδε μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Χωρίς να δώκει σημασία πιστεύοντας ότι ήταν η γυναίκα του που συνήθως ερχόταν να τον σκεπάσει, άλλαξε πλευρά, γύρισε ανάσκελα... Οπότε ύστερα απο λίγο, ένιωσε μια δυσφορία στην αναπνοή, και  ένα βάρος στο στήθος που όλο μεγάλωνε. Άνοιξε τα μάτια, και είδε μια σκιά πάνω στο στήθος του να του πιέζει τα στήθεια δυσκολεύοντας του την αναπνοή. Τρομοκρατημένος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει από το σάστισμα του φόβου, το μόνο που έκαμε ασυνείδητα, άρχισε να λέει,
–Θεέ μου, Θεέ μου.
Οι άνθρωποι συνήθως το Θεό τον θυμούνται στα δύσκολα, έτσι και ο Νικόλας Τσαγγαρίδης στη μεγάλη του αγωνία προσευχήθηκε για βοήθεια.
Και πράγματι ο Θεός άκουσε την παράκληση του, γιατί αμέσως είδε τη σκιά να παλεύει και να αντιστέκεται, σάν κάποιος να την τραβούσε να τη σηκώσει από πάνω του. Η πάλη κράτησε λιγες στιγμές που του φάνηκαν ατέλειωτες, ώσπου η σκιά νικημένη έφυγε από πανω του.
Ξύπνησε και ήταν καλά, αλλά η αναστάτωση και ο φόβος που πήρε έκαναν την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του.
Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, συνέβη ακριβώς το ίδιο όπως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τα πνευμόνια του έτοιμα να σπάσουν δίχα αναπνοή και αέρα. Ανήσυχος και γεμάτος φόβο πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι η σκιά ήταν ο χάροντας που τον επισκεπτόταν να τον πάρει, αλλά ίσως ο φύλακας Άγιος του τον φύλαγε.
Τον κυρίευσε μεγάλος φόβος και άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες μέρες ακόμα, δεν ξαναείδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και ταχτικότερα, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του τώρα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένιωθε να ρουφά τον αέρα, χωρίς όμως να τον αρκεί, χωρίς τα πνευμόνια του να γεμίζουν οξυγόνο.
Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον έζωσε για τα καλά, πίστεψε ότι του τέλειωσε η ζωή. Στράφηκε στο Θεό για να βρεί
αντοχή, παρηγοριά κουράγιο και δύναμη.
Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της πόλης της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η νοσοκόμα κόρη του, και ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι αποκαμωμένος από τις προσπάθειες για αναπνοή, ενώ τα οξυγόνα στη μύτη πολύ λίγο τον βοηθούσαν.
Η γυναίκα του η Μαρούλλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά,  ενθαρρυντικά προσπαθώντας να του δώσει ελπίδα. Είχε μια ευχέρεια στο λόγο και μια ευφράδεια στα λόγια που εύκολα έπειθε και καθησύχαζε. Εκείνη τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του άνδρα της, του τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε. Ο Νικόλας όπως που να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του να του μιλά. Και ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει από το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από μέσα φαινόταν άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει σαν φύλακας και να παρατηρεί. Όταν κόντεψαν, ήταν σίγουρος πλέον ότι πήγε στην άλλη τη ζωή. Φτάνοντας στην μεγάλη πύλη, ο γαλάζιος φύλακας τους σταμάτησε και τον άκουσε να του λέει να γυρίσει πίσω γιατί δεν ήρθε ακόμα η ώρα του...
Αμέσως ένιωσε μέσα ανακούφιση και ευχαρίστηση, και ευτυχισμένος με τον Αϊ Γιώργη πήραν τον δρόμο για το γυρισμό. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του και τα στήθη του γεμάτα οξυγόνο, ένιωθε δυνατός, γεμάτος υγεία και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τον δεί που δίπλα με τον Άη Γιώργη. Πλημμυρισμένος από ευτυχία με τον Άη Γιώργη να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει.
Και ξαφνικά ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ρωτά γιατί χαμογελά…
Έγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την μέρα, κάθε 23 του Απρίλη πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη της Χλώρακας, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και ύστερα με όποιον συνομιλά, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν.