ΠΕΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΕΛΑΙΟΥΣΑ

Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης υπήρχε πάνω στο αρχαίο τέμπλο του εικονοστασίου η εικόνα της Παναγίας που είναι θαυματουργή και εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία και που όταν κτίστηκε η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης, μεταφερτηκε εκεί. Πριν πάρα πολύ καιρό κατά τον ενδέκατο αιώνα περίπου, μια ίδια εικόνα ακριβώς, ανήκε σε μια ευσεβή οικογένεια που την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν. Ύστερα από κάμποσο καιρό, μια μέρα που ήταν γιορτή της Παναγίας, η νοικοκυρά ιδιοκτήτρια πήγε ν ανάψει τα καντήλια και βλέπει με έκπληξη η εικόνα έλειπε, και εξεπλάγη πολύ, διότι ήξερε πως κανείς κλέφτης δεν μπορούσε να μπει στο κτήμα της, αφού εφυλάσσετουν καλά. Ήταν σίγουρη ότι δεν εκλάπη, ήταν σίγουρη ότι κάτι άλλο είχε συμβεί. Ξεσήκωσε όλη την οικογένεια της και βάλθηκαν όλοι  να ψάχνουν να την βρουν σε όλη την γυρω περιφέρεια.  Ύστερα από κάμποσα μίλια παρακάτω την βρήκαν ακουμπισμένη σ ένα βράχο να κοιτάζει προς την δύση. Με πολλή ανακούφιση την πήραν πίσω και την έβαλαν στη θέση της πανω στο εικονοστάσι. Ήταν ο μήνας Αύγουστος, ήταν η μεγαλη γιορτή της Παναγίας, ήταν γι αυτό που η καλή Χριστιανή κυρά του σπιτιού σκέφτηκε ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός που εσυνέβη.  Με πολλη ευλάβεια προσευχήθηκε και παρακαλεσεε την Παναγία να της φανερώσει τι να κάμει. Πέρασαν οι μέρες, ήρθε η 8η Σεπτεμβρίου μέρα γέννησης της Θεοτόκου, εσυνέβη πάλι το ίδιο πράγμα.  Όλοι σίγουροι ότι ήταν θαύμα,  όλοι σίγουροι που θα εύρουν το εικόνισμα, κίνησαν στο ίδιο μέρος όπου  βρήκαν την εικόνα στο ίδιο σημείο. Σίγουροι για την επιθυμία της Παναγίας απεφάσισαν ότι εκεί ήθελε να είναι, απεφάσισαν και έκτισαν εκκλησία σε εκείνο το μέρος, και την τοποθέτησαν στο εικονοστάσι βασιλεύουσα, ονόμασαν δε την εκκλησία Παναγία Χρυσελεούσα, λενε κάποιοι ‘ότι είναι αυτή που υπάρχει σήμερα στην κεντρική πλατεία της Χλώρακας. Έμεινε η ιστορία να λέγεται για πολλούς αιώνες υστερότερα, και να τονίζεται ότι από κανέναν δεν έπρεπε να μετακινηθεί σε άλλο μέρος, αφου η Παναγία είχε επιθυμία να μένει εκεί. Είναι το εικόνισμα που υπάρχει σήμερα ιερό και θαυματουργό, είναι πιστό αντίγραφο της πρωτότυπης, αυτής του ενδέκατου αιώνα που έχει εξαφανιστεί, η ακόμη καταστραφεί. Όλες οι επερχόμενες γενιές έως το 1928 σεβάστηκαν αυτόν το θρύλο, καμία φορά δεν μετακινήθηκε παρά έμενε εκεί στο ίδιο παλιό σαρακοφαγωμένο ξύλινο τέμπλο.        
 Το 1928 τέλειωσε το κτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας, ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελετική πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας, και σκέφτηκαν οι χωριανοί με πρωτεργάτες τους δυο παπάδες της Κοινότητας τους Παπάγιωρκη και Παπάκλεοβουλο, να τοποθετήσουν σε αυτήν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που ήταν στη μικρη παλιά εκκλησία της Χρυσελεούσης. Ήξεραν τον παλιό θρύλο, γι αυτό κανείς δεν τολμούσε να μεταφέρει την εικόνα, αλλά οι ιερείς του χωριού είπαν ότι η πράξη αυτή της μετακίνησης της εικόνος, θα την ευχαριστιόταν η Παναγία, αφου θα εμεταφέρετο και θα ετοποθετείτο σε μεγαλοπρεπέστερο ναό παρά πριν. Έτσι οργάνωσαν πομπή, παρευρέθη μαζί τους και ο άλλος ιερέας από την Χλώρακα που εκτελούσε χρέη οικονόμου στην Μητρόπολη Πάφου ο Παπαχαρίδημος, ακόμη ήταν και ο μητροπολίτης Πάφου ο Ιάκωβος, ώστε με τις ευλογίες του, ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το εικόνισμα με τιμές και προσευχές. Πήγαν στη μικρη εκκλησία της Χυσελεούσας, έκαναν τρισάγιο, ύστερα πήγαν να πάρουν το εικόνισμα από το Ξυλόγλυπτοτέμπλο. Με έκπληξη και φόβο, είδαν ότι δεν μετακινιόταν, ήταν σαν κολλημένη, χωρίς να είναι καρφωμένη ή σφηνωμένη. Δημιουργήθηκε ταραχή, οι πιστοί μουρμούριζαν, και οι ιερείς έμειναν να σκέφτονται. Έλεγε ο καθένας τη γνώμη του, τελικά με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Ιακώβου, επεκράτησε η γνώμη του Παπάγιωρκη, ότι ήταν τυχαίο γεγονός, έπρεπε την εργασία που ξεκίνησαν να την τελειώσουν. Ανελαβε ο ίδιος, και με ένα σκεπάρνι που το χρησιμοποίησε ως μοχλό, αφαίρεσε το εικόνισμα της Παναγίας. Έως σήμερα στο τέμπλο πανω αριστερά εκεί που ήταν η εικόνα, λείπει ένα κομμάτι λουλουδιού στόλισμα του τέμπλου που έσπασε από το σκεπάρνι που χρησιμοποίησε ο Παπάγιωτκης.
 Ετσι μετεφέρθη η Παναγία η Χρυσελεούσα στον Ναό της Χρυσοαιματούσας, πέρασε ο καιρός κάπου δέκα χρόνια, ξεχάστηκε ο θρύλος και ο φόβος, ώσπου ξάφνου στα καλά καθούμενα αρρώστησε ο γιος του ΠαπάΓιωρκη, έπαθε επιληψία, πνίγηκε και πέθανε. Άλλοι είπαν ήταν η κατάρα της Παναγίας, άλλοι είπαν ότι ως Αγία η Μητέρα του Θεού, δεν μετέρχεται σε πράξεις εκδικητικές.
Οι τοίχοι της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσελεούσης ήταν ολόκληροι τοιχογραφημένοι, εκ των οποίων εικονογραφήσεων σώζονται οι πλείστες. Η παράδοση θέλει την εικονογράφηση της εκκλησίας να γίνηκε από κάποιον σταυροφόρο:
Οι Ναΐτες το1192 πωλούν την Κυπρο  στο Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Αυτός εγκατέστησε την ομώνυμη δυναστεία στο νησί ενισχύοντας την εξουσία του με την παραχώρηση κτημάτων σε ευγενείς Σταυροφόρους και άλλους ιππότες. Ο ελληνικός πληθυσμός, παραγκωνίστηκε εντελώς και αποτέλεσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα. Η δυναστεια του Γκι ντε Λουζινιάν μαζί με το Φράγκικο βασίλειο εγκαθίδρυσε και τη Λατινική εκκλησία. Η περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαρπάγηκε και άρχισαν προσπάθειες υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στην Λατινική. Το 1260μ.Χ ο πάπας Αλέξανδρος ο Δ΄ κατάργησε τον Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο και περιόρισε τον αριθμό των Ορθοδόξων Επισκόπων σε 4, της Λευκωσίας, της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Πάφου. Παράλληλα εκδιώχθηκαν από τις επισκοπικές τους έδρες, τις οποίες κατέλαβε η Λατινική Ιεραρχία. ΄Εδρα του Επισκόπου Λευκωσίας ορίστηκε η Σολέα, της Αμμοχώστου η Καρπασία, της Λεμεσού τα Λεύκαρα και της Πάφου η Αρσινόη, η σημερινή Πόλη της Χρυσοχούς. Η Αρσινόη ήταν μέχρι τότε χωριστή έδρα επισκόπου, αλλά καταργήθηκε το 1260 και ενσωματώθηκε στην Επισκοπή Πάφου. Από τότε διατηρήθηκαν αναλλοίωτα τα όρια της Επισκοπής Πάφου. Ο πάπας διόρισε σαν πρώτο επίσκοπο Αρσινόης το Νείλο. Τα χρόνια αυτά δεν γνωρίζομε σχεδόν τίποτε για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας της Πάφου. Οι επίσκοποι Πάφου μετείχαν ακούσια στις συνόδους που καλούσαν οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι, ενώ κατά την εκλογή τους υποχρεώνονταν να δίδουν όρκο υποταγής στο Λατίνο επίσκοπο της Πάφου.
Κατά τα κατωπινά χρονια μέχρι και το 1300, οι επομενοι βασιλιάδες της Κύπρου αντιμετώπιζαν την απειλή των Ισλαμικών κρατών της Ανατολής, ενώ ταυτοχρονα, στα χρόνια του Ερρίκου Β΄ (1285 - 1324) οι Σταυροφόροι εκδιώχτηκαν από την Ανατολή και πολλοί χριστιανοί κατέφυγαν στην Κύπρο..
Εκείνον τον καιρό ήταν ένας σταυροφόρος τυχοδιώκτης που στο δρόμο του για τους Αγ΄θους τόπους, μπήκε σε ένα μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και τον λεηλάτησε. Μάζεψε ότι πολύτιμο υπήρχε, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και το πήρε μαζί του στους Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει ώστε να επιβάλει τον Χριστιανισμό κατά πως είχε διαταχτεί.
Ακολούθως, μετά την ήττα των Σταυροφόρων από τους Άραβες και τους Σαρακηνούς, κατέφυγε στην Κύπρο, και συγκεκριμένα στην Πάφο.
Χρησιμοποιώντας το χρυσάφι που έκλεψε από την Αγία πόλη, ησχολήθει με το εμπόριο του μεταξιού, και κατάφερε να γίνει πολύ πλούσιος. Απέκτησε μεγάλη περιουσία, είχε στη δούλεψη του αμέτρητους εργάτες και δούλους, έκτισε ένα σπίτι στη δυτική μεριά της Πάφου στο οποίο εγκαταστάθηκε, και απολάμβανε τα καλά του κόσμου.
Ύστερα που πέρασαν κάμποσα χρόνια και γέρασε, αισθάνθηκε μεγάλη αρρώστια να τον κυριεύει, πονούσε το κορμί του, ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν άντεχε. Φώναξε όλους τους γιατρούς, κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει. Τη ζωή όμως την αγαπούσε, ήταν γλυκιά, έτσι στράφηκε στο Θεό και άρχισε να τον παρακαλά, μετανόησε για τις αμαρτίες του, και έλπιζε να τον βοηθήσει αυτός ο φιλεύσπλαχνος και πανάγαθος που γι αυτόν είχε διακινδυνεύσει πολεμώντας στους Άγιους τόπους. Έκανε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Τις νύχτες τον κυρίευαν δαιμόνια και ειρηνίες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα, και όταν αυτό εσύμβαινε, εφιάλτες τον έζωναν τρομεροί, αλλά ένας ήταν κυρίως που ερχόταν πιο ταχτικά και τον βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά και τα όσια. Τότες σαν τα έπαιρνε, δεν φοβόταν ούτε Παναγία ούτε Θεό, τώρα στον ύπνο και στον ξύπνιο του σαν τα σκεφτόταν, μια βουή του τρυπούσε το κεφάλι θέλοντας να του σπάσει το καύκαλο.
Έτσι γινόταν κάθε μέρα, σκέφτηκε ήταν η Παναγία που δεν την σεβάστηκε, και τώρα τον τιμωρούσε. Αποφάσισε να δοκιμάσει άλλους τρόπους, μήπως και την μερέψει, μήπως και τον ποσπάσει από τα βάσανα, μήπως και εύρη γαλήνη.
Διέταξε τους υποτακτικούς του και κίνησαν εκστρατεία ώστε να ανακαλύψουν όλες τες εκκλησιές που ήταν αφιερωμένες στην Παναγία την Χρυσελεούσα. Αποφάσισε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις δεκαπλούν και εκατονταπλούν, ή και παραπάνω, ώστε να εύρη συγχώρεση, να παύσει να πονεί και να βασανιέται. Πρόσλαβε Αγιογράφους, τους έταξε καλή πλερωμή, και τους ζήτησε με μαεστρία και πίστη να εικονογραφήσουν όλες τες εκκλησιές της Παναγίας… Έτσι γίνηκε, ξεκίνησαν αυτές οι εργασίες, -μια από τις εκκλησίες ηταν της Παναγιας της Χρυσελεούσας στη Χώρακα- που όμως δεν κράτησαν πολύ καιρό, γιατί ένα πρωί βρήκαν τον γέρο σταυροφόρο πεθαμένο ησυχασμένο και ειρηνεμένο …
Ως φαίνετε τον λυπήθηκε η Παναγία και τον πόσπασε από τα βάσανα του.