ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ

Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες,  εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.
Ήταν μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας της Χλώρακας, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μ’ολις μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο να παντρευτούν. Είχαν και οι δύο στις καρδιές τους πολλή καλοσύνη, ήσαν ενάρετοι και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους παίνευαν και τους καμάρωναν. Αγαπήθηκαν πολύ, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πάντα πιασμένοι από το χέρι, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν για να πάει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως όρίζαν τα έθιμα.
Αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει τα ωραία να μην διαρκούν, έτσι και στο ζευγάρι τούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, κουρέλιασε τα όνειρα, σκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε και πέθανε.
Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ μαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέο που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόση ήταν η ερημιά γύρω του που ένιωθε, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες και ακουγόταν το γοερό του κλάμα που ράϊζε τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.
Ίσως επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα όσο ζούσε του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ στο όνειρο του μόλις λαγοκοιμόταν, η οπτασία της τον επισκεπτόταν. Καθόταν στο προσκέφαλο και του χάιδευε τα μαλλιά και το μέτωπο, τούλεγε τραγούδια και λόγια  παρηγοριτικά, καθώς και ψαλμούς της εκκλησιάς. Και κάθε που έρχονταν τα μεσάνυχτα έσκυβε και τον φιλούσε, εκείνη ήταν η ώρα που πέθανε. Ο νέος πεταγόταν από το κρεβάτι και την αναζητούσε, αλλά ξυπνητός πλέον, έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου.
Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να κάμει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.
Πέρασαν 40 μέρες, ήρθε η μέρα του μνημοσύνου. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε νιώθοντας μια περίεργη ανήσυχη ηρεμία. Μια αδιόρατη προσμονή ήταν φωλιασμένη μες στην καρδιά του και προαισθανόταν ότι κάτι θα άλλαζε. Πήγε στην εκκλησιά, λειτουργήθηκε και προσευχήθηκε, και ο παπάς έκαμε το μνημόσυνο.
Εκείνη ακριβώς την ωρα του μνημοσύνου αισθάνθηκε να συμβαίνει ένα θαύμα, ένιωσε μέσα του να δέχεται τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, ένιωσε να βλέπει την οπτασία της καλής του αγαπημένης πιασμένη χέρι με τους αγγέλους να φεύγει χαμογελώντας του προς τον ουρανό.
Κατάλαβε ότι τον επισκέφθηκε ο Θεός, τον αισθάνθηκε μέσα του και ένιωσε την γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν 40 ημέρες, τόσες όσες κατά την ορθόδοξη θρησκεία χρειάζεται η ψυχή όταν αποχωριστεί από το σώμα να παραμένει στη γη γυροφέρνοντας στους τόπους που αγάπησε, και ύστερα να φεύγει για τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήρθε η ώρα που η καλή του θα όδευε στον τόπο της ανάπαυσης, δίπλα στο θεό, εκεί που έπρεπε να είναι, μέσα στον παράδεισο.
Από εκείνη την ημέρα ο νέος, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε να δεί άλλη κοπέλα, αφιερώθηκε απόλυτα στο Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του και είναι ως σήμερα απόλυτα ευχαριστημένος για τις επιλογές του.